- αγόνατος
- -η, -ο(βοτ.), αυτός που δεν έχει γόνατα, κόμπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγόνατος — ἀγόνατος, ον (Α) [γόνυ] 1. αυτός που δεν έχει γόνατο 2. (για φυτά) αυτός που δεν έχει κόμπους, «μάτια» … Dictionary of Greek
ἀγόνατος — without a knee masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνατον — ἀγόνατος without a knee masc/fem acc sg ἀγόνατος without a knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγονάτῳ — ἀγόνατος without a knee masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγόνατοι — ἀγόνατος without a knee masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek